στρεψιμαλλος

στρεψιμαλλος
    στρεψίμαλλος
    στρεψί-μαλλος
    2
    (ῐ) досл. с курчавой шерстью, перен. затейливый
    

σ. τέν τέχνην Arph. — вычурный в своих произведениях


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "στρεψιμαλλος" в других словарях:

  • στρεψίμαλλος — with tangled fleece masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεψίμαλλος — ον, Α 1. αυτός που έχει συνεστραμμένα ή πλεγμένα μαλλιά, αυτός που έχει μπερδεμένο τρίχωμα 2. μτφ. (στην κωμωδία) (ως προσωνυμία τού Ευρυπίδου) αυτός που χρησιμοποιεί περίπλοκες φράσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψι τού στρέφω (πρβλ. στρέψις), συνθ.… …   Dictionary of Greek

  • στρεψίμαλλον — στρεψίμαλλος with tangled fleece masc/fem acc sg στρεψίμαλλος with tangled fleece neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεψιμάλλους — στρεψίμαλλος with tangled fleece masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»